- εύεικτος
- εὔεικτος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικόςμσν.1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔεικτονη υποχωρητικότητα.επίρρ...εὐείκτως (ΑΜ)υπάκουα, πρόθυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικτός (< είκω «υποχωρώ, υπακούω»)].
Dictionary of Greek. 2013.